- ἐπαυχένιος
- ἐπαυχένιος1 on one's shoulders
φέρειν δ' ἐλαφρῶς ἐπαυχένιον λαβόντα ζυγὸν ἀρήγει P. 2.93
Lexicon to Pindar. William J.. 2010.
φέρειν δ' ἐλαφρῶς ἐπαυχένιον λαβόντα ζυγὸν ἀρήγει P. 2.93
Lexicon to Pindar. William J.. 2010.
ἐπαυχένιος — masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
επαυχένιος — (Α ἐπαυχένιος, ον) [αυχήν] αυτός που βρίσκεται πάνω ή γύρω από τον αυχένα («ἐπαυχένιος ζυγός», Πίνδ.) νεοελλ. το ουδ. ως ουσ. α) τὸ ἐπαυχένιον δερμάτινη λωρίδα που αποτελεί τμήμα τής σαγής τού αλόγου ή τού ημιόνου β. ναυτ. τὰ ἐπαυχένια ξύλινα… … Dictionary of Greek
ἐπαυχένιον — ἐπαυχένιος masc/fem acc sg ἐπαυχένιος neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπαυχενίοιο — ἐπαυχένιος masc/fem/neut gen sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπαυχενίοις — ἐπαυχένιος masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπαυχενίου — ἐπαυχένιος masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπαυχενίους — ἐπαυχένιος masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπαυχενίων — ἐπαυχένιος masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπαυχένιοι — ἐπαυχένιος masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)